Το παιχνίδι αποτελεί, ίσως, μία πολύ χρήσιμη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού καθώς από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής χρησιμοποιείται ως μέσο ανάπτυξης σε όλους τους τομείς του ατόμου. Καθώς ο χρόνος περνά, το παιδί χρησιμοποιεί το παιχνίδι για να αλληλεπιδράσει, να εκφραστεί και να επικοινωνήσει, φτάνοντας στην ηλικία του/της ενηλίκου, όπου και το χρησιμοποιεί τόσο ως μέσο διασκέδασης αλλά και ως μέσο αγωγής της ψυχής.
Οι θεωρίες που σχετίζονται με το παιχνίδι είναι πολλές, προσπαθώντας τόσο να γεφυρώσουν τα επιστημονικά πεδία των εκάστοτε ερευνητών, όσο και να ανακαλύψουν αυτή την τόσο ιδιαίτερη λειτουργία πολλών έμψυχων πλασμάτων – και όχι μόνο των ανθρώπων. Διερευνώντας τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία, μπορεί κάποιος/κάποια να παρατηρήσει πως παρά την ποικιλομορφία αυτής, όλες σχεδόν οι θεωρίες συγκλίνουν στη χρήση ρημάτων που δείχνουν μία ενεργητική διαδικασία.
Στο θεατρικό παιχνίδι, η δεύτερη λέξη νοηματοδοτεί τη δράση του/της παίκτη/παίκτριας τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο. Έχοντας ως βασική αρχή την έννοια του ‘δρω’, το παιχνίδι δρα όχι ως μεταφορέας γνώσης αλλά ως μία στιγμή μαθησιακής διεργασίας, που μέσα της κρύβει την ανθρώπινη χειραφέτηση. Το παιχνίδι συνδέει άμεσα το άτομο με την πραγματικότητα και πολλές φορές ο/η παίκτης/παίκτρια μπορεί να νιώσει άβολα μέσα σε αυτό. Προσπαθώντας, λοιπόν, να συνδεθεί η έννοια του παιχνιδιού με την κριτική παιδαγωγική, η χρήση αυτών των δύο στιγμών είναι άξια διερεύνησης.
Για αρχή, η σύνδεση του παιχνιδιού με την πραγματικότητα μπορεί να ανάγει τη σκέψη στα λόγια των Freire και Shor (2011) πως το απελευθερωτικό μάθημα διαφωτίζει την ίδια την πραγματική ζωή και δεν είναι απλώς ένας αντικατοπτρισμός της κοινωνίας. Σε σχέση δε, με τη στιγμή που ο/η παίκτης/παίκτρια νιώσει άβολα, ίσως μπορεί να συνδεθεί με το γεγονός ότι όταν κάποιος/κάποια αρχίσει να νιώθει με αυτό τον τρόπο, τότε πιθανά να μην παραμείνει ένας παθητικός δέκτης αυτής της κατάστασης αλλά να αρχίσει να σκέφτεται κριτικά.
Το παιχνίδι, λοιπόν, από μόνο του μπορεί να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον τόσο της προστασίας μίας ατομικότητας, αλλά και της συνεχούς διερεύνησης προς τα πάνω και προς τα μέσα. Ο Αριστοτέλης, δε, δεχόταν ότι το παιχνίδι μπορεί να μετασχηματίζει τους κοινωνικούς κανόνες κι έτσι να ανατρέψει, εν δυνάμει, τις κοινωνικές τάξεις.
Εργοθεραπευτής, ΜΕd
Κριτική Παιδαγωγική
και Εκπαίδευση Εκπαιδευτικών
Εμψυχωτής Θεατρικού
Παιχνιδιού
Axline, V.
(1949). Play Therapy. New York: Ballantine Books.
Γραμματάς, Θ. (2004). Το Θέατρο στο Σχολείο. Μέθοδοι Διδασκαλίας και
Εφαρμογής. Αθήνα:
Ατραπός.
Δρίτσας, Θ. (2004). Η τέχνη ως μέσον θεραπευτικής αγωγής. Αθήνα:
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Freire,
P., Shor, I. (2011). Απελευθερωτική
παιδαγωγική. Διάλογοι για τη μετασχηματιστική εκπαίδευση (Γ. Κουλαουζίδης,
Μεταφ.). Αθήνα: Μεταίχμιο.
Κανταρτζή, Σ. (1998). Ομάδες στην Εργοθεραπεία [Διδακτικές σημειώσεις]. Αθήνας, Τμήμα
Εργοθεραπείας, Αθήνα.
Κουρετζής,
Λ. (2008). Το Θεατρικό Παιχνίδι και οι
Διαστάσεις του. Αθήνα: Ταξιδευτής.
Κουρετζής,
Λ. (2010). Το Θεατρικό Παιχνίδι
(Παιδαγωγική θεωρία, πρακτική και θεατρολογική προσέγγιση). Αθήνα: Καστανιώτης
Linder, T.
(2008). Transdisciplinary Play-Based Assessment (2nd edition).
Baltimore: Paul H. Brookes Publication Co.
Milner, M. (1998). Όταν δεν μπορείς να ζωγραφίσεις. Εμπόδια στην ψυχική
δημιουργικότητα (Ν.
Αναγνωστοπούλου, Μεταφ., 2η εκδ.). Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.
Μπαρμπαγιάννης,
Π., Μακρυκώστα, Κ. (2018, 10 Μαρτίου). Η
έννοια της ομάδας στο θεατρικό παιχνίδι. Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο
ετήσιο πρόγραμμα ‘Θεατρικό Παιχνίδι και Ειδική Αγωγή’ του Aegean
College.
Αθήνα.
Παπαδόπουλος,
Σ. (2010). Παιδαγωγική του Θεάτρου.
Αθήνα: Αυτοέκδοση.
Piaget, J.
(1962). Play, Dreams, and Imitations in Childhood. New York: W. W. Norton.
Slavin, R.E. (2007). Εκπαιδευτική
Ψυχολογία (Ε. Εκκεκάκη, Μεταφ.). Αθήνα: Μεταίχμιο.
Τσιάρας, Α. (2014). Η Αναπτυξιακή Διάσταση της Διδακτικής του Δράματος
στην Εκπαίδευση. Αθήνα: Παπαζήση.